décent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décent | décents |
θηλυκό | décente | décentes |
décent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décent | décents |
θηλυκό | décente | décentes |
décent (fr)