ευπρεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευπρεπής | η | ευπρεπής | το | ευπρεπές |
γενική | του | ευπρεπούς* | της | ευπρεπούς | του | ευπρεπούς |
αιτιατική | τον | ευπρεπή | την | ευπρεπή | το | ευπρεπές |
κλητική | ευπρεπή(ς) | ευπρεπής | ευπρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευπρεπείς | οι | ευπρεπείς | τα | ευπρεπή |
γενική | των | ευπρεπών | των | ευπρεπών | των | ευπρεπών |
αιτιατική | τους | ευπρεπείς | τις | ευπρεπείς | τα | ευπρεπή |
κλητική | ευπρεπείς | ευπρεπείς | ευπρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευπρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπρεπής (< πρέπω). Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + -πρεπής.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐πρε‐πής
Επίθετο
επεξεργασίαευπρεπής, -ής, -ές
- που είναι κοινώς σωστός και αποδεκτός, που δε θίγει την κοινά αποδεκτή αισθητική, ηθική κ.λπ.
- που έχει επιμελημένη και σοβαρή εμφάνιση