Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -πρεπής η -πρεπής το -πρεπές
      γενική του -πρεπούς* της -πρεπούς του -πρεπούς
    αιτιατική τον -πρεπή τη(ν) -πρεπή το -πρεπές
     κλητική -πρεπή(ς) -πρεπής -πρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -πρεπείς οι -πρεπείς τα -πρεπή
      γενική των -πρεπών των -πρεπών των -πρεπών
    αιτιατική τους -πρεπείς τις -πρεπείς τα -πρεπή
     κλητική -πρεπείς -πρεπείς -πρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πρεπής < πρέπω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πρε‐πής

  Επίθημα επεξεργασία

-πρεπής, -ής, -ές

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -πρεπήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πρεπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πρεπής < πρέπω

  Επίθημα επεξεργασία

-πρεπής, -ής, -ές

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ -πρεπής τὸ -πρεπές οἱ, αἱ -πρεπεῖς τὰ -πρεπ
Γενική τοῦ, τῆς -πρεποῦς τοῦ -πρεποῦς τῶν -πρεπῶν τῶν -πρεπῶν
Δοτική τῷ, τῇ -πρεπεῖ τῷ -πρεπεῖ τοῖς, ταῖς -πρεπέσι(ν) τοῖς -πρεπέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν -πρεπ τὸ -πρεπές τοὺς, τὰς -πρεπεῖς τὰ -πρεπ
Κλητική -πρεπές -πρεπές -πρεπεῖς -πρεπ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική -πρεπεῖ
Γενική-Δοτική -πρεποῖν

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πρεπής < πρέπ(ω) + -ής

  Επίθημα επεξεργασία

-πρεπής, -ής, -ές

Σύνθετα επεξεργασία