Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοπρεπής η ελληνοπρεπής το ελληνοπρεπές
      γενική του ελληνοπρεπούς* της ελληνοπρεπούς του ελληνοπρεπούς
    αιτιατική τον ελληνοπρεπή την ελληνοπρεπή το ελληνοπρεπές
     κλητική ελληνοπρεπή(ς) ελληνοπρεπής ελληνοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοπρεπείς οι ελληνοπρεπείς τα ελληνοπρεπή
      γενική των ελληνοπρεπών των ελληνοπρεπών των ελληνοπρεπών
    αιτιατική τους ελληνοπρεπείς τις ελληνοπρεπείς τα ελληνοπρεπή
     κλητική ελληνοπρεπείς ελληνοπρεπείς ελληνοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοπρεπής < ελληνο- + -πρεπής

  Επίθετο επεξεργασία

ελληνοπρεπής

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις Έλληνας και πρέπει

  Μεταφράσεις επεξεργασία