Δείτε επίσης: ἑλληνο-, Ἑλληνο-

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ελληνο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑλληνο-, Ἑλλην- + -ο- < Ἕλλην [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.li.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λη‐νο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

ελληνο-, ελληνό- (ή ελλην- πριν από ο)

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει μερική καταγωγή από την Ελλάδα μαζί με κάποια άλλη χώρα
    ελληνοαμερικάνος
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει την ελληνική φύση μιας έννοιας ή ενός αντικειμένου
    ελληνοχριστιανός
    ελληνόγλωσσος, ελληνόπουλο
    ελληνορθόδοξος

όπως ενδεικτικά

ελληνική καταγωγή

ελληνικά χαρακτηριστικά, γλώσσα

  Αναφορές

επεξεργασία