ελληνοβαρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ελληνοβαρεμένος
- (σκωπτικό) που έχει υπέρμετρα ελληνοκεντρική και εθνικιστική θεώρηση των πραγμάτων
- ※ Εννοείται ότι η ανακοίνωση για την πινακίδα, πέρα από τις συνήθεις δημοσιογραφικές υπερβολές, έγινε δεκτή με εκστατικές ιαχές από τα έντυπα του ελληνοκεντρικού (και ελληνοβαρεμένου) χώρου, που προεξόφλησαν ότι η πινακίδα, αφού βρέθηκε σε ελλαδικό χώρο (έστω και στις παρυφές του), αυτονόητα θα κρύβει ελληνική γλώσσα. (http://sarantakos.wordpress.com)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελληνοβαρεμένος
|