ελληνογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελληνογενής | η | ελληνογενής | το | ελληνογενές |
γενική | του | ελληνογενούς* | της | ελληνογενούς | του | ελληνογενούς |
αιτιατική | τον | ελληνογενή | την | ελληνογενή | το | ελληνογενές |
κλητική | ελληνογενή(ς) | ελληνογενής | ελληνογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελληνογενείς | οι | ελληνογενείς | τα | ελληνογενή |
γενική | των | ελληνογενών | των | ελληνογενών | των | ελληνογενών |
αιτιατική | τους | ελληνογενείς | τις | ελληνογενείς | τα | ελληνογενή |
κλητική | ελληνογενείς | ελληνογενείς | ελληνογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαελληνογενής
- που έχει ελληνική καταγωγή ή προέλευση
- Η εργασία αυτή ασχολείται με την ελληνογενή ορολογία, η οποία συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αρχικά αναφέρονται οι αιτίες της ύπαρξης μεγάλου αριθμού όρων ελληνικής προέλευσης στις γλώσσες αυτές. ([1])
- ελληνογενείς λέξεις: νεολογισμοί που έχουν φτιαχτεί με (συνήθως αρχαίες) ελληνικές λέξεις· π.χ. telephone < tele + phone < τῆλε + φωνή, heterogony < hetero- (<ετερο-) + -gony (< αρχαία ελληνική γόνος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελληνογενής
|