Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
telephone telephones

telephone (en) (μάλλον επίσημο)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η τηλεφωνία, η τηλεφωνική σύνδεση
    ⮡  Who is on the telephone?
    Ποιος είναι στο τηλέφωνο;
    ⮡  He told me the news by telephone.
    Μου είπε τα νέα από το τηλέφωνο.
    ⮡  long-distance/wired/wireless/mobile/landline telephone (service) - υπεραστική/ενσύρματη/ασύρματη/κινητή/σταθερή τηλεφωνία
     συνώνυμα: phone
  2. (συσκευή, μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η ασύρματη ή ενσύρματη συσκευή
    ⮡  The telephone is ringing, answer it!
    Το τηλέφωνο χτυπάει, πάρ' το!
    ⮡  The telephone device has been temporarily disabled.
    Η τηλεφωνική συσκευή έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη phone
ενεστώτας telephone
γ΄ ενικό ενεστώτα telephones
αόριστος telephoned
παθητική μετοχή telephoned
ενεργητική μετοχή telephoning

telephone (en)