Δείτε επίσης: τηλεφωνικώς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεφωνικός η τηλεφωνική το τηλεφωνικό
      γενική του τηλεφωνικού της τηλεφωνικής του τηλεφωνικού
    αιτιατική τον τηλεφωνικό την τηλεφωνική το τηλεφωνικό
     κλητική τηλεφωνικέ τηλεφωνική τηλεφωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεφωνικοί οι τηλεφωνικές τα τηλεφωνικά
      γενική των τηλεφωνικών των τηλεφωνικών των τηλεφωνικών
    αιτιατική τους τηλεφωνικούς τις τηλεφωνικές τα τηλεφωνικά
     κλητική τηλεφωνικοί τηλεφωνικές τηλεφωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεφωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική téléphonique ή αγγλική telephonic < telephone < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.fo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐φω‐νι‐κός
ομόηχο: τηλεφωνικώς

  Επίθετο επεξεργασία

τηλεφωνικός

  • που έχει σχέση με το τηλέφωνο, αναφέρεται σ’ αυτό ή γίνεται μ’ αυτό
    ※  Ήταν η μοναδική εποχή που είχαμε κόψει κάθε επαφή, ακόμα και τηλεφωνική. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία