phone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phone | phones |
phone (en)
- (συσκευή, μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η ασύρματη ή ενσύρματη συσκευή
- ⮡ I pick up/put down/hang up the phone.
- Σηκώνω/κατεβάζω/κλείνω το τηλέφωνο.
- ⮡ The phone is ringing, answer it!
- Το τηλέφωνο χτυπάει, πάρ' το!
- ≈ συνώνυμα: cell, cell phone, cellular, handset, mobile, mobile phone, receiver, smartphone και telephone
- ⮡ I pick up/put down/hang up the phone.
- (μη μετρήσιμο) το τηλέφωνο, η τηλεφωνική σύνδεση
- (γλωσσολογία, φωνητική) φωνή, φθόγγος
Παράγωγα
επεξεργασία- cell phone (αμερικανικά αγγλικά)
- mobile phone (βρετανικά αγγλικά, Αυστραλία)
- home phone
- phone call
- smartphone
- telephone
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | phone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | phones |
αόριστος | phoned |
παθητική μετοχή | phoned |
ενεργητική μετοχή | phoning |
phone (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) τηλεφωνώ
Πηγές
επεξεργασία- phone (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- phone (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 878. ISBN 9780194325684., λήμμα: τηλέφωνο, τηλεφωνώ