ενικός         πληθυντικός  
handset handsets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
handset < hand + set

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

handset (en)

  • το ακουστικό τηλεφώνου, το εξάρτημα με ενσωματωμένο μικρόφωνο και ακουστικό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη phone

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • handset στην αγγλική Βικιπαίδεια