ακουστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακουστικό < ακουστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακουστικό ουδέτερο
- συσκευή ή τμήμα συσκευής που βάζουμε στο αφτί μας για να ακούσουμε
- (ειδικότερα) το μέρος ενός τηλεφώνου που ακουμπάμε στο αφτί μας για να ακούσουμε
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακουστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακουστικό
- αιτιατική ενικού του ακουστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακουστικός