Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακουστικό τα ακουστικά
      γενική του ακουστικού των ακουστικών
    αιτιατική το ακουστικό τα ακουστικά
     κλητική ακουστικό ακουστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακουστικό < ακουστικός
 
Κόκκινα ακουστικά.
 
Ακουστικό τηλεφώνου.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακουστικό ουδέτερο

  1. συσκευή ή τμήμα συσκευής που βάζουμε στο αφτί μας για να ακούσουμε
  2. (ειδικότερα) το μέρος ενός τηλεφώνου που ακουμπάμε στο αφτί μας για να ακούσουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακουστικό