cell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cell | cells |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cell (en)
- το κύτταρο
- το κελί
- παράγωγα: detention cell, holding cell
- (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
ενικός | πληθυντικός |
cell | cells |
cell (en)