ενικός         πληθυντικός  
cell cells

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cell (en)

  1. το κύτταρο
  2. το κελί
    παράγωγα: detention cell, holding cell
  3. (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
    ⮡  Call me on my cell.
    Τηλεφώνησε μου στο κινητό μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη phone

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cell (sv)