πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύτταρο τα κύτταρα
      γενική του κυττάρου
& κύτταρου
των κυττάρων
    αιτιατική το κύτταρο τα κύτταρα
     κλητική κύτταρο κύτταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύτταρο ουδέτερο

  1. (βιολογία) η δομική και λειτουργική μονάδα των ζώντων οργανισμών (με εξαίρεση τους ιούς)
      Το κύτταρο αποτελεί τη θεμελιώδη μονάδα της ζωής.
      αρχέγονα κύτταρα, βλαστικά κύτταρα, πλακώδη κύτταρα κ.λπ.
  2. (μεταφορικά) κάθε βασική δομική μονάδα
      Η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία