• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κύτταρον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κύτταρον τὰ κύτταρᾰ
      γενική τοῦ κυττάρου τῶν κυττάρων
      δοτική τῷ κυττάρῳ τοῖς κυττάροις
    αιτιατική τὸ κύτταρον τὰ κύτταρᾰ
     κλητική ὦ! κύτταρον κύτταρᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυττάρω
γεν-δοτ τοῖν  κυττάροιν
Δείτε και τη μορφή αρσενικού κύτταρος.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύτταρον ουδέτερο

  • μορφή ουδέτερου για το αρσενικό κύτταρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κύτταρον&oldid=5664141"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Μαρτίου 2023, στις 05:55

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Μαρτίου 2023, στις 05:55.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας