κύτταρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
γενική | τοῦ | κυττάρου | τῶν | κυττάρων |
δοτική | τῷ | κυττάρῳ | τοῖς | κυττάροις |
αιτιατική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
κλητική ὦ! | κύτταρον | κύτταρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυττάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυττάροιν | ||
Δείτε και τη μορφή αρσενικού κύτταρος. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύτταρον ουδέτερο
- μορφή ουδέτερου για το αρσενικό κύτταρος