Ετυμολογία

επεξεργασία
cellula < (λόγιο δάνειο) λατινική cellula (μικρό δωμάτιο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡ʃɛl.lu.la/ Συγκρίνετε με το λατινικό cellula.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cellula (it) θηλυκό (πληθυντικός: cellule)

  1. δωματιάκι
  2. (ανατομία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
  3. (βιολογία) το κύτταρο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη cella



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cellula < cell(a) + υποκοριστικό επίθημα -ula

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkel.lu.la/ προφορά κλασικών λατινικών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cellula (la) θηλυκό

  1. (υποκοριστικό) δωματιάκι, μικρό δωμάτιο, συνήθως δούλων
  2. (κατ’ επέκταση)
    1. το κελλί
    2. μικρό σπίτι

Απόγονοι

επεξεργασία

cellula (λατινικά)

αγγλικά: cellule
γαλλικά: cellule
ισπανικά: célula
ιταλικά: cellula