cella
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cella < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω) + -nā. Συγγενές με τα (λατινικά) clam και celo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cella θηλυκό
- μικρή οικία (οικίσκος) (ιδίως των υπηρετών)
- θάλαμος
- αποθήκη τροφίμων (πβ. κελλάρι)
- (θρησκεία) σηκός ναού (όπου βρίσκεται το άγαλμα του θεού)
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cella | cellae |
γενική | cellae | cellārum |
δοτική | cellae | cellīs |
αιτιατική | cellam | cellās |
κλητική | cella | cellae |
αφαιρετική | cellā | cellīs |