cella
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cella < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική **kelnā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < ρίζα *ḱel- (καλύπτω) + -nā. Συγγενή: ομόρριζα τα λατινικά clam και celo.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcella θηλυκό
- μικρή οικία (οικίσκος) (ιδίως των υπηρετών)
- θάλαμος
- αποθήκη τροφίμων (πβ. κελλάρι)
- (θρησκεία) σηκός ναού (όπου βρίσκεται το άγαλμα του θεού)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cella | cellae |
γενική | cellae | cellārum |
δοτική | cellae | cellīs |
αιτιατική | cellam | cellās |
κλητική | cella | cellae |
αφαιρετική | cellā | cellīs |
Παράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαcella (λατινικά)
- ↷ αγγλικά: cell
- ↷ ελληνιστική κοινή: κέλλα > κελλίον > μεσαιωνική ελληνική κελίν > νέα ελληνικά κελί
- ↷ ρωσικά: келья (kélʹja)
Πηγές
επεξεργασία- cella - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.