• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

cella

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Αλλόγλωσσα παράγωγα
      • 1.2.3 Κλίση

Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

cella < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω) + -nā. Συγγενές με τα (λατινικά) clam και celo

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cella θηλυκό

  1. μικρή οικία (οικίσκος) (ιδίως των υπηρετών)
  2. θάλαμος
  3. αποθήκη τροφίμων (πβ. κελλάρι)
  4. (θρησκεία) σηκός ναού (όπου βρίσκεται το άγαλμα του θεού)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • cellarium
  • cellarius
  • cellula

Αλλόγλωσσα παράγωγαΕπεξεργασία

  • κελί
  • κέλλα

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cella cellae
γενική cellae cellārum
δοτική cellae cellīs
αιτιατική cellam cellās
κλητική cella cellae
αφαιρετική cellā cellīs
(α' κλίση)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=cella&oldid=5259524"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 05:48

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Македонски
    • Norsk nynorsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Gagana Samoa
    • Svenska
    • தமிழ்
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 05:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie