↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κελλίον τὰ κελλί
      γενική τοῦ κελλίου τῶν κελλίων
      δοτική τῷ κελλί τοῖς κελλίοις
    αιτιατική τὸ κελλίον τὰ κελλί
     κλητική ! κελλίον κελλί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κελλίω
γεν-δοτ τοῖν  κελλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κελλίον < κέλλα + υποκοριστικό επίθημα -ίον < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κελλίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του κέλλα μικρό δωμάτιο
  2. κελί

Δείτε επίσης

επεξεργασία