Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κελί τα κελιά
      γενική του κελιού των κελιών
    αιτιατική το κελί τα κελιά
     κλητική κελί κελιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κελί φυλακής.
 
Κελί μοναστηριού.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κελί < μεσαιωνική ελληνική κελί / κελλίν < ελληνιστική κοινή κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα < λατινική cella < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω) + -

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κελί ουδέτερο

  1. το μικρό δωμάτιο στη φυλακή ή στο κρατητήριο μέσα στο οποίο κρατούνται οι φυλακισμένοι
    • τον κρατούσαν σε κελί τόσο στενό που δεν μπορούσε να ξαπλώσει
    • Άραγε τι περιμένει απ' το βράδυ ως το πρωί / στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί (Απόστολος Καλδάρας, Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι)
  2. το μικρό δωμάτιο σε μονή στο οποίο μένει ο μοναχός
  3. (πληροφορική) το τμήμα μιας γραμμής ή μιας στήλης ενός πίνακα
    το τρίτο κελί της πέμπτης γραμμής έχει ορθογραφικό λάθος
  4. το κοίλο μέρος σε μία κηρήθρα, στο οποίο οι μέλισσες τοποθετούν τα αβγά τους προς εκκόλαψη ή το μέλι τους

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κελί ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία