ορθογραφικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορθογραφικός < ορθογραφία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ορθογραφικός αρσενικό, ορθογραφική θηλυκό, ορθογραφικό ουδέτερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορθογραφικός
ορθογραφικός αρσενικό, ορθογραφική θηλυκό, ορθογραφικό ουδέτερο