ορθογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθογραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε ορθο- + -γραφία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.θo.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθογραφία θηλυκό
- η σωστή γραφή μιας λέξης, σύμφωνα με την ετυμολογία και τους γραμματικούς κανόνες
- (συνεκδοχικά) το σχολικό μάθημα, κατά το οποίο οι μαθητές μαθαίνουν να γράφουν σωστά τις λέξεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθογραφία
Πηγές
επεξεργασία- ορθογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ορθογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)