Δείτε επίσης: ὀρθογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθογραφία οι ορθογραφίες
      γενική της ορθογραφίας των ορθογραφιών
    αιτιατική την ορθογραφία τις ορθογραφίες
     κλητική ορθογραφία ορθογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθογραφία. Μορφολογικά αναλύεται σε ορθο- + -γραφία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθογραφία θηλυκό

  1. η σωστή γραφή μιας λέξης, σύμφωνα με την ετυμολογία και τους γραμματικούς κανόνες
  2. (συνεκδοχικά) το σχολικό μάθημα, κατά το οποίο οι μαθητές μαθαίνουν να γράφουν σωστά τις λέξεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία