ανορθογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανορθογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανορθογραφώ
Επίθετο
επεξεργασίαανορθογραφημένος
- που είναι γραμμένος ανορθόγραφα
- που κάνει ορθογραφικά λάθη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανορθογραφημένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανορθογραφημένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανορθογραφημένος
|