γραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραμ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαγραμμένος -η, -ο
- που έχει γραφτεί