Δείτε επίσης: Γραμμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραμμένος η γραμμένη το γραμμένο
      γενική του γραμμένου της γραμμένης του γραμμένου
    αιτιατική τον γραμμένο τη γραμμένη το γραμμένο
     κλητική γραμμένε γραμμένη γραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραμμένοι οι γραμμένες τα γραμμένα
      γενική των γραμμένων των γραμμένων των γραμμένων
    αιτιατική τους γραμμένους τις γραμμένες τα γραμμένα
     κλητική γραμμένοι γραμμένες γραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γράφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γραμ‐μέ‐νος

γραμμένος -η, -ο

  • που έχει γραφτεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία