εγγεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγγράφω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋ.ʝe.ɣɾaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γε‐γραμ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
εγγεγραμμένος, -η, -ο
- που έχει εγγραφεί/καταχωριστεί σε έναν κατάλογο, μητρώο κ.λπ
- ⮡ επί ενός εκατομμυρίου εγγεγραμμένων ψήφισαν 700.506
- που έχει γραφτεί
- (γεωμετρία) κύκλος ή σφαίρα η οποία περικλείεται πλήρως από γεωμετρικό σχήμα με πλευρές, κατά τρόπον ώστε η περιφέρειά του να εφάπτεται σε όλες τις πλευρές του γεωμετρικού σχήματος ή γεωμετρικό σχήμα με μία τουλάχιστον κορυφή το οποίο περικλείεται πλήρως από κύκλο ή σφαίρα και όλες οι κορυφές του εφάπτονται σε αυτόν/αυτήν
- ⮡ εγγεγραμμένη γωνία, εγγεγραμμένο πολύεδρο (σε σφαίρα) κ.λπ.
- ≠ αντώνυμα: περιγεγραμμένος