περιγεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιγράφω
Μετοχή επεξεργασία
περιγεγραμμένος, -η, -ο
- που τον έχουμε περιγράψει
- (μαθηματικά) για κύκλο που έχει σχεδιαστεί ώστε να περικλείει ένα πολύγωνο, κατά τρόπο ώστε όλες οι κορυφές του πολυγώνου να είναι και σημεία της περιφέρειας του κύκλου ή για πολύγωνο το οποίο περικλείει πλήρως έναν κύκλο, ο οποίος εφάπτεται σε όλες τις πλευρές του πολυγώνου