πολύγωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολύγωνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύγωνος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐γω‐νο
- ομόηχο: πολύγονο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολύγωνο ουδέτερο
- (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από μια κλειστή τεθλασμένη γραμμή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
πολύγωνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολύγωνο