Πολύγωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πολύγωνο | τα | Πολύγωνα |
γενική | του | Πολυγώνου & Πολύγωνου |
των | Πολυγώνων |
αιτιατική | το | Πολύγωνο | τα | Πολύγωνα |
κλητική | Πολύγωνο | Πολύγωνα | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολύγωνο < πολύγωνο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λύ‐γω‐νο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολύγωνο ουδέτερο
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Στο στόχαστρο της ΕΛ.ΑΣ. μπαίνουν οι τελευταίες εμπρηστικές επιθέσεις που σημειώθηκαν τη νύχτα της Κυριακής σε Νέα Ιωνία, Γλυφάδα, Βύρωνα, Άνω Λιόσια και Πολύγωνο. (Σειρά εμπρηστικών επιθέσεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής, Εφημερίδα των Συντακτών, 20 Ιανουαρίου 2020)