Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυγωνικός η πολυγωνική το πολυγωνικό
      γενική του πολυγωνικού της πολυγωνικής του πολυγωνικού
    αιτιατική τον πολυγωνικό την πολυγωνική το πολυγωνικό
     κλητική πολυγωνικέ πολυγωνική πολυγωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυγωνικοί οι πολυγωνικές τα πολυγωνικά
      γενική των πολυγωνικών των πολυγωνικών των πολυγωνικών
    αιτιατική τους πολυγωνικούς τις πολυγωνικές τα πολυγωνικά
     κλητική πολυγωνικοί πολυγωνικές πολυγωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυγωνικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολυγωνικός, -ή, -ό

  1. που έχει μορφή πολυγώνου
  2. που έχει πολλές γωνίες


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία