↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγωνος η πολύγωνη το πολύγωνο
      γενική του πολύγωνου της πολύγωνης του πολύγωνου
    αιτιατική τον πολύγωνο την πολύγωνη το πολύγωνο
     κλητική πολύγωνε πολύγωνη πολύγωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγωνοι οι πολύγωνες τα πολύγωνα
      γενική των πολύγωνων των πολύγωνων των πολύγωνων
    αιτιατική τους πολύγωνους τις πολύγωνες τα πολύγωνα
     κλητική πολύγωνοι πολύγωνες πολύγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύγωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύγωνος < πολύ- + -γωνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈli.ɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐γω‐νος
ομόηχο: πολύγονος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύγωνος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύγωνος τὸ πολύγωνον
      γενική τοῦ/τῆς πολυγώνου τοῦ πολυγώνου
      δοτική τῷ/τῇ πολυγών τῷ πολυγών
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύγωνον τὸ πολύγωνον
     κλητική ! πολύγωνε πολύγωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύγωνοι τὰ πολύγων
      γενική τῶν πολυγώνων τῶν πολυγώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυγώνοις τοῖς πολυγώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυγώνους τὰ πολύγων
     κλητική ! πολύγωνοι πολύγων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυγώνω τὼ πολυγώνω
      γεν-δοτ τοῖν πολυγώνοιν τοῖν πολυγώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύγωνος < πολύ- + -γωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύγωνος, -η, -ο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία