πολύγωνον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πολύγωνον | τὰ | πολύγωνᾰ |
γενική | τοῦ | πολυγώνου | τῶν | πολυγώνων |
δοτική | τῷ | πολυγώνῳ | τοῖς | πολυγώνοις |
αιτιατική | τὸ | πολύγωνον | τὰ | πολύγωνᾰ |
κλητική ὦ! | πολύγωνον | πολύγωνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυγώνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυγώνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
πολύγωνον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύγωνος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + -γωνον.
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολύγωνον, -ου ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πολύγωνον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πολύγωνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύγωνος
Πηγές επεξεργασία
- πολύγωνον, πολύγωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.