Δείτε επίσης: περιδέραιο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πολύγωνον τὰ πολύγων
      γενική τοῦ πολυγώνου τῶν πολυγώνων
      δοτική τῷ πολυγών τοῖς πολυγώνοις
    αιτιατική τὸ πολύγωνον τὰ πολύγων
     κλητική ! πολύγωνον πολύγων
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυγώνω
γεν-δοτ τοῖν  πολυγώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύγωνον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύγωνος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + -γωνον.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολύγωνον, -ου ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολύγωνον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πολύγωνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύγωνος

  Πηγές επεξεργασία