Δείτε επίσης: πολύ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολυ- < πολύς. Για τους νεότερους επιστημονικούς όρους < διαγλωσσική ορολογία poly- ή multi- (αγγλικά, γαλλικά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li/

  Πρόθημα επεξεργασία

πολυ-, πολύ- (σπανιότερα πολ- πρίν από ύψιλον)
πρώτο συνθετικό που δηλώνει

  1. (σε σύνθετα επίθετα) μεγάλη ποσότητα ή επανάληψη
    1. ότι έχει συμβεί πολλές φορές εκείνο που δηλώνει το β΄ συνθετικό ή έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του
      (με παθητικές μετοχές παρακειμένου) πολυαγαπημένος, πολυδιαβασμένος
      (με ρηματικά παράγωγα) πολυμαθής, πολυλογάς
      (ως υπερβολή) πολυφορεμένος
    2. ότι υπάρχει παρουσία πολλών χαρακτηριστικών που δηλώνονται από το β΄συνθετικό
      πολυπρόσωπος
       αντώνυμα: ολιγο-, μονο-
  2. (σε σύνθετα ρήματα) επανάληψη (με αρνητική, μετριαστική σημασία)
    δεν μου πολυαρέσει, δεν πολυκατάλαβα
  3. (σε σύνθετα ουσιαστικά)
    1. πολλαπλές συνδυασμένες ιδιότητες ή δυνατότητες
      πολυκατάστημα, πολυμίξερ, πολυβιταμίνη
    2. (ιατρική)
      1. παθολογικά μεγάλη ανάπτυξη των στοιχείων που δηλώνει το β΄συνθετικό
        πολυδακτυλία
      2. εξάπλωση μιας ασθένειας στο σώμα
        πολυαρθρίτιδα
    3. (χημεία) πολυμερής οργανική ένωση
      πολυαιθυλένιο

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολυ- < πολύς

  Πρόθημα επεξεργασία

πολυ- και πολύ-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυ- < πολύς

  Πρόθημα επεξεργασία

πολυ- και πολύ-

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία