πολύγονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύγονος < πολύ- + -γονος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐γο‐νος
- ομόηχο: πολύγωνος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύγονος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύγονος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύγονος, -ος, -ον
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολύγονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύγονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.