πολυγονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυγονία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυγονία θηλυκό
- το να έχει κανείς πολλούς απογόνους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυγονία
|
πολυγονία θηλυκό
|