εγγράψιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεγγράψιμος (ρηματικό επίθετο) < αοριστικό θέμα εγγραψ- του ρήματος εγγράφ(-ω) + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίαεγγράψιμος, -η, -ο
- (γεωμετρία) που υπάρχει η δυνατότητα να εγγραφεί (λέξη συνήθης κυρίως στη γεωμετρία για σχήματα που μπορεί να εγγραφούν μέσα σε άλλα σχήματα)
- ⮡ εγγράψιμο σχήμα σε κύκλο είναι εκείνο για το οποίο υπάρχει κύκλος στον οποίο μπορεί να εγγραφεί, να γίνει δηλαδή εγγεγραμμένο
- (πληροφορική) αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να καταγράψει πληροφορίες/στοιχεία/δεδομένα
- ⮡ εγγράψιμο DVD
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη εγγράφω