δεδομένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του δίδωμι
Μετοχή επεξεργασία
δεδομένος -η -ο
- για ένα γεγονός ή στοιχείο (αριθμητικό, στατιστικό κλπ) που είναι ήδη γνωστό και του οποίου η αλήθεια δεν αμφισβητείται
- είναι δεδομένη η χρησιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών
- για κάτι που θεωρούμε ότι αναμφισβήτητα μας ανήκει
- καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη
- καθορισμένος
- σε μια δεδομένη στιγμή
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεδομένου ότι: λαμβάνοντας ως βέβαιο το ότι ...
- δεδομένου ότι τα αλιεύματα παρουσιάζουν σταθερή μείωση τα τελευταία χρόνια, πρέπει να ληφθούν μέτρα προστασίας του θαλάσσιου πλούτου