Ετυμολογία

επεξεργασία
take for granted < → δείτε τις λέξεις take, for και granted

  Έκφραση

επεξεργασία

take for granted (en) (ιδιωματισμός)

  1. παίρνω κάτι για δεδομένο, θεωρείται ως δεδομένο, δεν αναγνωρίζω πλέον την αληθινή αξία κάποιου ή κάτι και δεν δείχνω ότι είμαι ευγνώμων
    ⮡  She took me for granted.
    Με πήρε για δεδομένο./Με θεωρεί δεδομένο.
    ⮡  No friendly or romantic relationship should be taken for granted.
    Καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.
  2. προεξοφλώ, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια χωρίς πρώτα να βεβαιωθώ ότι είναι
    ⮡  Don’t take it for granted that he will help you.
    Μην προεξοφλείς τη βοήθεια του.