take
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
take | takes |
take (en)
- πάρσιμο
- άποψη, γνώμη, προσέγγιση σ' ένα θέμα
- (για μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση, ή εκτέλεση έργου) η φορά που πραγματοποιείται
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | take |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes |
αόριστος | took |
παθητική μετοχή | taken |
ενεργητική μετοχή | taking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
take (en)
- (μεταβατικό) παίρνω, ανεβάζω, μεταφέρω ή κινώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο
- ⮡ He took his hat and left.
- Πήρε το καπέλο του και έφυγε.
- ⮡ I take my keys/money from the drawer/a small mirror in my bag.
- Παίρνω τα κλειδιά μου/λεφτά από το συρτάρι/ένα καθρεφτάκι στην τσάντα μου.
- ⮡ Did you take your ID with you?
- Πήρες μαζί σου την ταυτότητά σου;
- ⮡ Take it up there/here.
- Ανέβασέ το εκεί/εδώ πάνω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bring
- ⮡ He took his hat and left.
- (μεταβατικό) παίρνω, μεταφέρω, γυρίζω, βγάζω, πηγαίνω με κάποιον από το ένα μέρος στο άλλο, οδηγώ κάποιον κάπου
- ⮡ Don’t leave me alone, take me with you please.
- Μη με αφήνεις μόνο, πάρε με μαζί σου, παρακαλώ.
- ⮡ He was taken to the hospital.
- Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
- ⮡ I will take you everywhere.
- Θα σε γυρίσω παντού.
- ⮡ She took me around Plaka.
- Με γύρισε στην Πλάκα.
- ⮡ I take the dog/the children for a walk.
- Βγάζω το σκυλί/τα παιδιά περίπατο.
- ⮡ I will take you home.
- Θα σε πάω σπίτι.
- ⮡ Take the dog out.
- Πήγαινε έξω το σκυλί.
- ≈ συνώνυμα: see, show και lead
- ⮡ Don’t leave me alone, take me with you please.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) μου παίρνει, κρατώ, χρειάζομαι ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ⮡ How long does it take you to shave?
- Πόση ώρα σου παίρνει να ξυριστείς;
- ⮡ It takes me five minutes.
- Μου παίρνει πέντε λεπτά.
- ⮡ How long does the surgery take?
- Πόση ώρα κρατάει η εγχείρηση;
- ⮡ How long will you take to finish?/How long with it take you to finish?
- Πόση ώρα χρειάζεσαι να τελειώσεις;
- ⮡ It will take me ten hours/I will take ten hours.
- Θα χρειαστώ δέκα ώρες.
- ⮡ Did it take (you) long to find out?
- Χρειάστηκες πολλή ώρα να το βρεις;
- ⮡ It took a long time for the wound to close.
- Χρειάστηκε πολύ καιρό να κλείσει η πληγή.
- ⮡ How long does it take you to shave?
- (μεταβατικό) παίρνω, φωτογραφίζω κάποιον ή κάτι
- ⮡ I am taking photos.
- Παίρνω φωτογραφίες.
- ⮡ I am taking photos.
- (μεταβατικό) παίρνω, μεταφέρω, χρησιμοποιώ ένα μέσο μεταφοράς, έναν δρόμο, ένα μονοπάτι κτλ. για να πάω σε ένα μέρος
- ⮡ I take the train/the bus.
- Παίρνω το τρένο/το λεωφορείο.
- ⮡ Can I take your bicycle?
- Μπορώ να πάρω το ποδήλατό σου;
- ⮡ He took the road to Corinth.
- Πήρε το δρόμο για την Κόρινθο.
- ⮡ Take the first street on the right.
- Πάρε τον πρώτο δρόμο δεξιά.
- ⮡ We rode the donkeys which were waiting for us on the beach in Santorini to take us to Fira.
- Καβαλήσαμε τα γαϊδουράκια που μας περίμεναν στην παραλία της Σαντορίνης για να μας μεταφέρουν στα Φηρά.
- ⮡ I take the train/the bus.
- (μεταβατικό) παίρνω, πιάνω, βάζω τα χέρια μου γύρω από κάποιον ή κάτι και το κρατάω· απλώνω κάτι και το κρατάω
- (μεταβατικό) παίρνω, αφαιρώ κάτι ή κάποιον από ένα μέρος ή ένα πρόσωπο
- ⮡ I took them away from that school because…
- Τους πήρα από αυτό το σχολείο επειδή…
- ⮡ Take the dog away from here.
- Πάρε τον σκύλο από δω.
- ⮡ Take your hand off my shoulder.
- Πάρε το χέρι σου από τον ώμο μου.
- ⮡ Take your books off the floor.
- Πάρε τα βιβλία σου από το πάτωμα.
- (μεταβατικό) παίρνω, αφαιρώ κάτι χωρίς άδεια ή κατά λάθος
- ⮡ Who took my umbrella?
- Ποιος πήρε την ομπρέλα μου;
- ⮡ They took his car from inside the garage.
- Του πήραν το αυτοκίνητο μέσα από το γκαράζ.
- ⮡ They broke into our house and took one hundred thousand from us.
- Διέρρηξαν το σπίτι μας και μας πήραν εκατό χιλιάδες.
- ⮡ Who took my umbrella?
- (μεταβατικό) παίρνω, τρώω ή πίνω κάτι
- ⮡ -“What are you getting?” -“I’ll take a cognac.”
- -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
- ⮡ -“What are you getting?” -“I’ll take a cognac.”
- (μεταβατικό) παίρνω, διαπιστώνω και καταγράφω κάτι, γράφω κάτι
- ⮡ I am taking notes.
- Παίρνω σημειώσεις.
- ⮡ I am taking notes.
- (μεταβατικό) δίνω εξέταση
- (μεταβατικό) παίρνω, κάνω, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά για να πει ότι κάποιος κάνει κάτι, εκτελεί μια πράξη κτλ.
- ⮡ I am going outside to take a breath.
- Πάω έξω να πάρω αέρα.
- ⮡ I am taking medicines/drugs.
- Παίρνω φάρμακα/ναρκωτικά.
- ⮡ I am taking a deep breath.
- Παίρνω βαθειά αναπνοή.
- ⮡ I need to take a shower.
- Πρέπει να κάνω ντους.
- ⮡ I am going outside to take a breath.
- (μεταβατικό) παίρνω, δοκιμάζω ή μετρώ κάτι
- ⮡ The doctor took my pulse/temperature.
- Ο γιατρός μου πήρε το σφυγμό/τη θερμοκρασία.
- ⮡ I take the measurements of something.
- Παίρνω τα μέτρα του κάτι.
- ⮡ The doctor took my pulse/temperature.
- (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ ένα μέρος ή ένα πρόσωπο, για να πάρει τον έλεγχο κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω, επιλέγω, αγοράζω ή νοικιάζω κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω, δέχομαι ή λαμβάνω κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω, δέχομαι κάποιον με συγκεκριμένο τρόπο
- (μεταβατικό) παίρνω, δέχομαι κάποιον ως υπάλληλο, πελάτη, ασθενή κτλ.
- (μεταβατικό) κρατάω, αντιδρώ σε κάτι ή σε κάποιον με συγκεκριμένο τρόπο
- (μεταβατικό) περνάω, θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι, ειδικά όταν κάνω λάθος
- ⮡ At first I took him for a fool.
- Στην αρχή τον πέρασα για βλάκα.
- ⮡ Do you take me for a fool, or what?
- Δε μου λες, για χαζό με περνάς;
- ⮡ I took him for your brother.
- Τον πέρασα για τον αδελφό σου.
- ⮡ At first I took him for a fool.
- (μεταβατικό) παίρνω, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει κάποιον ή κάτι ως παράδειγμα
- ⮡ Take for example…
- Πάρε για παράδειγμα…
- ⮡ Take for example…
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) χρειάζεται (ως απρόσωπο ρήμα)
- ⮡ It takes courage to stand up to him.
- Χρειάζεται θάρρος για να του σηκώσεις κεφάλι.
- ⮡ It will take ten men to lift it.
- Θα χρειαστούν δέκα άνθρωποι να το σηκώσουν.
- ⮡ It takes courage to stand up to him.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) χωράω, παίρνω, έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον, μπορώ να κρατήσω ή να περιλάβω μια συγκεκριμένη ποσότητα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'take' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'take' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- take - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 62, 161-162, 203, 643-644, 692-695, 699-700, 974, 984. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεβάζω, βγάζω, γυρίζω, παίρνω, περνώ, πηγαίνω, χρειάζομαι, χωρώ