ενεστώτας buy
γ΄ ενικό ενεστώτα buys
αόριστος bought
παθητική μετοχή bought
ενεργητική μετοχή buying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

buy (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αγοράζω, παίρνω, αποκτώ κάτι πληρώνοντας χρήματα για αυτό
    ⮡  I buy expensive/cheap/second-hand.
    Αγοράζω ακριβά/φθηνά/μεταχειρισμένα.
    ⮡  I am buying on credit/with cash.
    Αγοράζω επί πιστώσει/τοις μετρητοίς.
    ⮡  I buy and pay by installments.
    Αγοράζω με δόσεις.
    ⮡  I’ll buy a new car.
    Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
    ⮡  What is more advisable, renting or buying an apartment?
    Τι συμφέρει περισσότερο, το νοίκιασμα ή η αγορά διαμερίσματος;
     συνώνυμα:  get, purchase και take

Συγγενικά

επεξεργασία