purchase (en) (επίσημο)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αγορά, η ενέργεια του να αγοράζω
- ⮡ purchase with installments - αγορά με δόσεις
- ⮡ Everyone has contributed to the purchase of the car.
- Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
- ≈ συνώνυμα: buying
- το ψώνιο, κάτι που έχω αγοράσει
- ⮡ It was a good purchase.
- Ήταν καλό ψώνιο.
- ⮡ In the evening, he came back loaded with a big sack of purchases.
- Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια.
purchase (en)
- αγοράζω
- ⮡ I purchased retail not wholesale.
- Αγόρασα λιανικά όχι χονδρικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy