Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
purchase
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
purchase
purchases
purchase
(en)
(
επίσημο
)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
) η
αγορά
, η ενέργεια του να αγοράζω
↪
purchase
with installments
-
αγορά
με δόσεις
↪
Everyone has contributed to the
purchase
of the car.
Όλοι έχουν συμβάλει στην
αγορά
του αυτοκίνητου.
≈
συνώνυμα
:
buying
το
ψώνιο
, κάτι που έχω αγοράσει
↪
It was a good
purchase
.
Ήταν καλό
ψώνιο
.
↪
In the evening, he came back loaded with a big sack of
purchases
.
Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα
ψώνια
.
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
purchase
γ΄ ενικό ενεστώτα
purchases
αόριστος
purchased
παθητική μετοχή
purchased
ενεργητική μετοχή
purchasing
purchase
(en)
αγοράζω
↪
I
purchased
retail not wholesale.
Αγόρασα
λιανικά όχι χονδρικά.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
buy
Συγγενικά
επεξεργασία
purchaser
Πηγές
επεξεργασία
purchase (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
purchase (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed.
Oxford Greek-English Learner's Dictionary
(Revised έκδοση). Oxford:
Oxford University Press
. σελ. 6-7.
ISBN
9780194325684
.
, λήμμα: αγορά