Ετυμολογία

επεξεργασία
buying < buy + -ing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buying buyings

buying (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

buying (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 6-7. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αγορά