taken
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtaken (en) (χωρίς παραθετικά)
- πιασμένος, δεσμευμένος, που έχει μόνιμη ερωτική σχέση ή που είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή λογοδοσμένος
- ⮡ The girl is taken.
- Η κοπέλα είναι πιασμένη
- ⮡ The girl is taken.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtaken (en)