Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιασμέν
ος
η
πιασμέν
η
το
πιασμέν
ο
γενική
του
πιασμέν
ου
της
πιασμέν
ης
του
πιασμέν
ου
αιτιατική
τον
πιασμέν
ο
την
πιασμέν
η
το
πιασμέν
ο
κλητική
πιασμέν
ε
πιασμέν
η
πιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιασμέν
οι
οι
πιασμέν
ες
τα
πιασμέν
α
γενική
των
πιασμέν
ων
των
πιασμέν
ων
των
πιασμέν
ων
αιτιατική
τους
πιασμέν
ους
τις
πιασμέν
ες
τα
πιασμέν
α
κλητική
πιασμέν
οι
πιασμέν
ες
πιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πιάνω
,
πιάνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
πιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πιάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιασμένος
γαλλικά
:
pris
(fr)