Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πιάνω

  Ρήμα επεξεργασία

πιάνομαι

  1. για ένα κινούμενο αντικείμενο που ακινητοποιείται με τα χέρια
    αυτό το πέναλντι δεν πιανόταν
  2. συλλαμβάνομαι
    πιάστηκαν οι ληστές
  3. νιώθω σωματικό πόνο ή ενόχληση που δυσκολεύει την κίνηση´
    πιάστηκα οδηγώντας τόσες ώρες
  4. μετράω ως, με υπολογίζουν ως, με αναγνωρίζουν

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία