ενεστώτας take to
γ΄ ενικό ενεστώτα takes to
αόριστος took to
παθητική μετοχή taken to
ενεργητική μετοχή taking to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
take to < → δείτε τις λέξεις take και to

take to (en)

  • (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω κάποιον από καλό
    ⮡  The children took to their new teacher.
    Τα παιδιά πήραν από καλό τον καινούργιο τους δάσκαλο.