mistake
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mistake | mistakes |
mistake (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | mistake |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | mistakes |
αόριστος | mistook |
παθητική μετοχή | mistaken |
ενεργητική μετοχή | mistaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mistake (en)