Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mistake mistakes

mistake (en)

ενεστώτας mistake
γ΄ ενικό ενεστώτα mistakes
αόριστος mistook
παθητική μετοχή mistaken
ενεργητική μετοχή mistaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

mistake (en)

  • παρανοώ, δεν καταλαβαίνω ή κρίνω κάποιον ή κάτι σωστά
    ⮡  There is danger that your motives will be mistaken.
    Υπάρχει κίνδυνος να παρανομηθούν τα κίνητρά σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand