σφάλμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφάλμα | τα | σφάλματα |
γενική | του | σφάλματος | των | σφαλμάτων |
αιτιατική | το | σφάλμα | τα | σφάλματα |
κλητική | σφάλμα | σφάλματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σφάλμα < σφάλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σφάλμα ουδέτερο
- έχω υποπέσει πολλές φορές σε σφάλματα
- η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα
- βαρύ σφάλμα
- η διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στην πραγματική τιμή μιας μαθηματικής πράξης και στην τιμή που προκύπτει μετά από εκτίμηση ή υπολογισμό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σφάλμα
|