σωστά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σωστά < σωστός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
σωστά
- με σωστό τρόπο
- εκφράζει κάποια απορία αυτού που μιλάει, περιμένοντας θετική απάντηση από τον συνομιλητή του
- Ο Γιώργος θα φτάσει αύριο το μεσημέρι, σωστά; - Ναι!
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σωστά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σωστά
- σωστό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού