properly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | properly |
συγκριτικός | more properly |
υπερθετικός | most properly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαproperly (en)
- σωστά, κατάλληλα, καλά, με τρόπο που είναι σωστός ή κάτι πρέπει να γίνει
- ⮡ She handled the situation properly.
- Αντιμετώπισε σωστά την κατάσταση.
- ⮡ It’s cold and I’m not properly dressed.
- Κάνει κρύο και εγώ δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη.
- ⮡ This window doesn’t close properly.
- Αυτό το παράθυρο δεν κλείνει καλά.
- ⮡ They didn’t properly fix my car and it broke down again.
- Δε μου έφτιαξαν καλά το αυτοκίνητο και ξαναχάλασε.
- ⮡ She handled the situation properly.