παραθετικά
θετικός proper
συγκριτικός more proper
υπερθετικός most proper

  Επίθετο

επεξεργασία

proper (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σωστός, κατάλληλος, σύμφωνα με τους κανόνες
    ⮡  Protect yourself from cancer with proper nutrition.
    Προστατευτείτε από τον καρκίνο με σωστή διατροφή.
    ⮡  proper clothes for climates - ρούχα κατάλληλα για θερμά κλίματα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη right
  2. σωστός, κοινωνικά και ηθικά
    ⮡  It is not proper to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.