proper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | proper |
συγκριτικός | more proper |
υπερθετικός | most proper |
Επίθετο
επεξεργασίαproper (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σωστός, κατάλληλος, σύμφωνα με τους κανόνες
- σωστός, κοινωνικά και ηθικά
- ⮡ It is not proper to tell lies.
- Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
- ⮡ It is not proper to tell lies.