σωστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωστός | η | σωστή | το | σωστό |
γενική | του | σωστού | της | σωστής | του | σωστού |
αιτιατική | τον | σωστό | τη | σωστή | το | σωστό |
κλητική | σωστέ | σωστή | σωστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωστοί | οι | σωστές | τα | σωστά |
γενική | των | σωστών | των | σωστών | των | σωστών |
αιτιατική | τους | σωστούς | τις | σωστές | τα | σωστά |
κλητική | σωστοί | σωστές | σωστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωστός (σωσμένος) (η σημασία, μεσαιωνική) [1] < σῴζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐στός
Επίθετο
επεξεργασίασωστός, -ή, -ό
- που ανταποκρίνεται στην αλήθεια
- ↪ Η λύση της άσκησης έδωσε το σωστό αποτέλεσμα.
- ≠ αντώνυμα: λανθασμένος, λάθος
- που γίνεται με κατάλληλο τρόπο, εκπληρώνοντας όλες τις προδιαγραφές
- κάποιος που δρα σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς
- ↪ Είναι πολύ σωστός σε όλα του.
- πραγματικός, αληθινός
- ↪ κάνω σωστή' βλακεία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σωστός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σωστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σωστός | ἡ | σωστή | τὸ | σωστόν |
γενική | τοῦ | σωστοῦ | τῆς | σωστῆς | τοῦ | σωστοῦ |
δοτική | τῷ | σωστῷ | τῇ | σωστῇ | τῷ | σωστῷ |
αιτιατική | τὸν | σωστόν | τὴν | σωστήν | τὸ | σωστόν |
κλητική ὦ! | σωστέ | σωστή | σωστόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σωστοί | αἱ | σωσταί | τὰ | σωστᾰ́ |
γενική | τῶν | σωστῶν | τῶν | σωστῶν | τῶν | σωστῶν |
δοτική | τοῖς | σωστοῖς | ταῖς | σωσταῖς | τοῖς | σωστοῖς |
αιτιατική | τοὺς | σωστούς | τὰς | σωστᾱ́ς | τὰ | σωστᾰ́ |
κλητική ὦ! | σωστοί | σωσταί | σωστᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωστώ | τὼ | σωστᾱ́ | τὼ | σωστώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σωστοῖν | τοῖν | σωσταῖν | τοῖν | σωστοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- σωστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.